υπεργολαβία

υπεργολαβία
η, Ν
1. η ανάθεση τής εκτέλεσης έργου ή μέρους έργου από έναν εργολάβο σε άλλον εργολάβο
2. η ανάθεση παραγγελιών από μεγάλη βιομηχανική μονάδα σε άλλη μικρότερη ή σε βιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπεργολάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεργολαβία — η η ανάθεση της εκτέλεσης ενός έργου από εργολάβο σε άλλον εργολάβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεργολάβος — ο, Ν εργολάβος που αναλαμβάνει υπεργολαβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)* + εργολάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”