- υπεργολαβία
- η, Ν1. η ανάθεση τής εκτέλεσης έργου ή μέρους έργου από έναν εργολάβο σε άλλον εργολάβο2. η ανάθεση παραγγελιών από μεγάλη βιομηχανική μονάδα σε άλλη μικρότερη ή σε βιοτεχνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπεργολάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.